- ανθόσπαρτος
- η , ο [ος , ον ]1) засеянный цветами; 2) перен. усеянный цветами, розами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανθόσπαρτος — η, ο σπαρμένος με λουλούδια, ευτυχής: Εύχομαι ο δρόμος σου να είναι ανθόσπαρτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανθόσπαρτος — η, ο 1. ανθοσπαρμένος, γεμάτος άνθη 2. μτφ. γεμάτος ευτυχία, ευτυχισμένος, ολόχαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοσπέρνω. Η λ. απαντά από το 1875 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek
ανθοσπαρμένος — η, ο ο ανθόσπαρτος … Dictionary of Greek
ανθόστρωτος — η, ο 1. στρωμένος με άνθη, ανθόσπαρτος 2. ευτυχισμένος, καλότυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθοστρώνω. Η λ. μαρτυ ρείται από το 1866 στον Αλ. Ρ. Ραγκαβή, καθηγητή της αρχαιολογίας, ποιητή και συγγραφέα] … Dictionary of Greek